- ὑποβαλῶ
- ὑποβάλλωthrowfut ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποβάλω — ὑποβάλλω throw aor subj act 1st sg ὑποβά̱λω , ὑποβάλλω throw aor subj act 1st sg (doric) ὑποβά̱λω , ὑποβάλλω throw aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
υπαγορεύω — ὑπαγορεύω, ΝΜΑ απαγγέλλω κάτι σε κάποιον, συνήθως με αργό ρυθμό, για να τό γράψει ή να τό επαναλάβει προφορικά (α. «ο καθηγητής υπαγορεύει το κείμενο στους μαθητές» β. «δεῑ γράμματα ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα δυνήσεσθαι τὰ ὑπαγορευόμενα γράφειν»,… … Dictionary of Greek